πνευματισμός

πνευματισμός
Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με την εικόνα του κόσμου που είχε γίνει αποδεκτή από τον 16o αι. και ύστερα (η αρχή του π. χρονολογείται κατά παράδοση το 1847, όταν απέκτησαν για πρώτη φορά παγκόσμια δημοσιότητα φαινόμενα παραφυσικά, από προηγουμένως γνωστά, αλλά που πήραν συγκεκριμένη μορφή στο σπίτι των αδελφών Φοξ –στην πολιτεία της Νέας Υόρκης– υπό την έννοια πραγματικών πνευματιστικών συνομιλιών), εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο π. ως θεωρία. Ο πρώτος που της έδωσε συστηματική μορφή ήταν ο Άλαν Καρντέκ (ψευδώνυμο του Hyppolite-Leon Rivail, 1804-1869), ο οποίος απέδιδε τα φαινόμενα που εκδηλώνονταν στις πνευματιστικές συνεδριάσεις σε τρεις κατηγορίες πνευμάτων (ατελή, αγαθά και καθαρά πνεύματα) που συνδέονταν μεταξύ τους από μια εξελικτική διαδικασία, που την πραγματοποιούσε μια σειρά μετενσαρκώσεων. Ενδιάμεσος μεταξύ του κόσμου των άυλων όντων και των ζωντανών είναι το μέντιουμ. Αργότερα ο π. διαρθρώθηκε σε πλήθος αιρέσεων με μικρό ή μεγάλο αριθμό οπαδών, παίρνοντας τη θέση του στην πολύμορφη άνθηση μυστικιστικών και θεοσοφικών θεωριών, που χαρακτηρίζει τον αποκρυφισμό του 19ου και του 20ού αι. Αφού έγινε αντικείμενο σφοδρών επικρίσεων εκ μέρους του επιστημονικού κόσμου, της χριστιανικής Εκκλησίας, ακόμα και μερικών τάσεων του σύγχρονου αποκρυφισμού, ο π. ως θεωρία, αν εξαιρέσει κανείς τις θέσεις μερικών από τους πιο συγκρατημένους υποστηρικτές του, καταλήγει σε μια χονδροειδή πνευματοκρατική φιλοσοφία και, στο χώρο της δυτικής θρησκευτικής ιστορίας, σε μια απλή συνήθεια, βέβαια πολύ διαδεδομένη, που ζει στο περιθώριο των μεγάλων θρησκευτικών ιδεολογιών της Ευρώπης. Κατά καιρούς έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την αντιμετώπιση του θέματος του π. με απόλυτα επιστημονικά κριτήρια, χωρίς ωστόσο οι ερευνητές να καταλήξουν σε κοινής αποδοχής συμπεράσματα. Γεγονός είναι πάντως ότι μερικά πρόσωπα μπορούν να γίνουν πρόξενοι δημιουργίας εντυπώσεων σε απλοϊκούς και εύπιστους, που δεν μπορούν ωστόσο να δικαιολογηθούν με ορθολογιστικά κριτήρια. Πάντως η επιστήμη, κορυφαία έκφραση του ορθολογισμού, αδυνατεί να υιοθετήσει την αποδοχή εξωπραγματικών απόψεων.
* * *
ο, ΝΜΑ
η χρήση τών πνευμάτων, δηλαδή τής ψιλής και τής δασείας
νεοελλ.
1. θεωρία, αλλά και πρακτική, η οποία βασίζεται στην πίστη ότι οι ψυχές τών νεκρών επικοινωνούν με τους ζωντανούς, συνήθως με την μεσολάβηση «ενδιαμέσων», τών μέντιουμ, μέσω φυσικών φαινομένων ή κατά τη διάρκεια μη φυσιολογικών διανοητικών καταστάσεων, ὁπως είναι η έκσταση
2. το σύνολο τών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η παραπάνω επικοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματίζω. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της, αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. spiritualisme και μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πνευματισμός — use of the breathing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματισμός — ο 1. η πίστη στην ύπαρξη πνευμάτων σε κάποιον άλλο κόσμο, με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν κάτω από ορισμένες συνθήκες. 2. το σύνολο των μέσων και των μεθόδων για την επικοινωνία με τα πνεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνευματισμοῦ — πνευματισμός use of the breathing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματισμούς — πνευματισμός use of the breathing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματισμῶν — πνευματισμός use of the breathing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματισμόν — πνευματισμός use of the breathing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταοϊσμός — Φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεύμα της αρχαίας Κίνας, που εμφανίστηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τσόου. Δύο υπήρξαν οι πλευρές ή καλύτερα οι φάσεις του τ., κατά χρονολογική σειρά. Η πρώτη ήταν ο φιλοσοφικός τ. (Τάο τσια), που αναπτύχθηκε μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… …   Dictionary of Greek

  • Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος — (Λέσβος 1874 – Αθήνα 1956). Θεολόγος και συγγραφέας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λέσβο, στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (Ιεροσόλυμα), στη Χάλκη και στη Σάμο, σπούδασε θεολογία στην Πετρούπολη. Δίδαξε θεολογικά μαθήματα στη Σχολή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”